ὕπαρνος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
|btext=ος, ον :<br />][[qui allaite un agneau]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:02, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαρνος Medium diacritics: ὕπαρνος Low diacritics: ύπαρνος Capitals: ΥΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: hýparnos Transliteration B: hyparnos Transliteration C: yparnos Beta Code: u(/parnos

English (LSJ)

ον, with a lamb under it, i.e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, E.Andr.557, Call.Ap.53; ὕπαρνοι ἀγέλης PLond.3.1171.5 (i B. C.); cf. ὑπόρρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ἀρνός².

Russian (Dvoretsky)

ὕπαρνος: имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρνος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν ὑποκάτω, δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων βρέφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. ὑπόρρηνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρνος ποίμνη· ἄρνας ἔχουσα».

Greek Monotonic

ὕπαρνος: -ον, αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, δηλ. αυτός που θηλάζει αρνάκι ή (μεταφ.) μωρό, βρέφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὕπ-αρνος, ον,
with a lamb under it, i. e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, Eur.