ἰσομετρία: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /> | |btext=ας (ἡ) :<br />[[mesure égale]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:23, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, equality of measure, Arist.Fr. 47.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομετρία: ἡ равная мера или равномерность Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.