ἡδύφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[à la voix agréable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[φωνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:25, 8 January 2023
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ον, sweet-voiced, Sapph.61; ὄρτυξ Pratin.Lyr.4, cf. Aristaenet.1.10.
German (Pape)
[Seite 1155] von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύφωνος: сладкозвучный Sappho.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύφωνος: -ον, ἔχων ἡδεῖαν φωνήν, γλυκύφωνος, Σαπφὼ 66· ὄρτυξ Πρατίν. 4.
Greek Monolingual
ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, λιγόφωνος, ομόφωνος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἡδύφωνος: -ον (φωνή), ο γλυκόφωνος, σε Σαπφώ.