ὀνομακλυτός: Difference between revisions
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(5) |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[au nom célèbre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[κλυτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνομᾰκλῠτός:''' или [[ὀνομάκλυτος]] 2 со славным именем, знаменитый ([[γέρων]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνομακλῠτός''': -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον [[ὄνομα]], Ἰλ. Χ. 51 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne [[διῃρημένως]]: [[ὄνομα]] [[κλυτός]]), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525. | |lstext='''ὀνομακλῠτός''': -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον [[ὄνομα]], Ἰλ. Χ. 51 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne [[διῃρημένως]]: [[ὄνομα]] [[κλυτός]]), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀνομα-κλῠτός, όν<br />of [[famous]] [[name]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:29, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 349] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
au nom célèbre.
Étymologie: ὄνομα, κλυτός.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰκλῠτός: или ὀνομάκλυτος 2 со славным именем, знаменитый (γέρων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλῠτός: -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον ὄνομα, Ἰλ. Χ. 51 (ἔνθα ὁ Heyne διῃρημένως: ὄνομα κλυτός), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525.
Greek Monolingual
ὀνομάκλυτος, -ον, θηλ. και -α (Α)
(ποιητ. τ.)
1. περιώνυμος, ξακουστός
2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)].
Greek Monotonic
ὀνομακλῠτός: -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.