ὁλοπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[teint de pourpre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[πορφύρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, all purple, X.Cyr.8.3.13, LXX Nu.4.7, Plu.2.180e.
German (Pape)
[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοπόρφῠρος:
1 весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2 одетый в пурпур Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.
Greek Monotonic
ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.