ῥόφημα: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de bouillie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[sorte de bouillie]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 17:40, 8 January 2023
English (LSJ)
Ion. ῥύφημα, ατος, τό, that which is supped up, thick gruel or porridge, opp. πόμα, Hp.Aph.7.68, VM5, Fist.7, Arist.Pr.863b6.
German (Pape)
[Seite 849] τό, das, was geschlürft, geschluckt wird, bes. ein durch Beimischung von Mehl od. sonst verdickter und schleimig gemachter Trank, Medic.; Ath. III, 127 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sorte de bouillie.
Étymologie: ῥοφέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥόφημα: ατος τό похлебка, кашица Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόφημα: Ἰων. ῥύφ-, τό, πυκνὴ καὶ ῥευστὴ τροφὴ ἥν ῥοφεῖ τις, πυκνὸς πολτώδης ζωμὸς ἐκ φακῆς, χόνδρου, κλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόμα, Ἱππ. Ἀφ. 1261, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37, 2.
Greek Monolingual
το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [[ῥοφῶ / ῥυφῶ]]
νεοελλ.
ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι
μσν.
ρουφηξιά, γουλιά κρασιού
μσν.-αρχ.
ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή·