κελευστής: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[chef des rameurs]], [[celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames]].<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:10, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, boatswain, who gives the time to the rowers, E.Hel.1576, Ar.Ach.554, Th.2.84, X.HG5.1.8, Pl.Alc.1.125c, Phld. Rh.1.361 S., D.S.20.50, Arr.Fr.151 J.
German (Pape)
[Seite 1415] ὁ, der Befehler, Gebieter; auf dem Schiffe derjenige, welcher den Ruderern den Takt angiebt, nach dem sie rudern müssen, οἱ κελευσταὶ καθ' ἑκάστην ναῦν τὸ ἐνδόσιμον τοῖς ἐρέταις ἐνέδοσαν Suid.; Thuc. 2, 84; λίθων ψόφῳ τῶν κελευστῶν ἀντὶ φωνῆς χρωμένων Xen. Hell. 5, 1, 8; Eur. Hel. 16, 2; Ar. Ach. 553; Plat. Alc. I, 125 c; Sp., wie Plut. Them. 19. Bei D. Sic. 20, 50 Herold.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.
Étymologie: κελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευστής -οῦ, ὁ [κελεύω] bootsman (die de maat bij het roeien aangeeft).
Russian (Dvoretsky)
κελευστής: οῦ ὁ
1 начальник команды гребцов, старший (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;
2 глашатай Diod., Plut.
Greek Monolingual
ο (Α κελευστής και δ. γρφ. κελευτής) κελεύω
νεοελλ.
υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας
αρχ.
1. αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες
2. κήρυκας, τελάλης.
Greek Monotonic
κελευστής: -οῦ, ὁ (κελεύω), κελευστής στο πλοίο, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστής: -οῦ, ὁ, ὁ κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ τριηραύλης. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.
Middle Liddell
κελευστής, οῦ, κελεύω
the signalman on board ship, who gave the time to the rowers, Eur., Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού διατάζει). Ἀπό τό κελεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.