σεπτός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />digne d'être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[digne d'être honoré]], [[auguste]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.
German (Pape)
[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.
Russian (Dvoretsky)
σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].
Greek Monotonic
σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι.