φιλαναλωτής: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime la dépense, prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναλίσκω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui aime la dépense]], [[prodigue]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναλίσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, fond of spending, prodigal, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R.548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui aime la dépense, prodigue.
Étymologie: φίλος, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
φιλανᾱλωτής: οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)].
Greek Monotonic
φῐλᾰνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, άσωτος, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,
fond of spending, prodigal of, c. gen. rei, Plat.