ἀτιμαγέλης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]], [[ἀγέλη]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui abandonne le troupeau par dédain]], [[qui paît solitaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]], [[ἀγέλη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγέλης Medium diacritics: ἀτιμαγέλης Low diacritics: ατιμαγέλης Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΗΣ
Transliteration A: atimagélēs Transliteration B: atimagelēs Transliteration C: atimagelis Beta Code: a)timage/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ, despising the herd, i. e. straying, feeding alone, S.Fr.1026, Theoc.25.132, AP6.255 (Eryc.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Hsch.
toro desmandado, cimarrón, separado de la manada S.Fr.1026, οἳ καὶ ἀτιμαγέλαι βώσκοντι los cuales pastan separados de la manada (de toros consagrados a Helios), Theoc.25.132
fig. de pers. insolidario ἀτιμαγέλαι δεινοὶ καὶ ἀγέρωχοι Cyr.Al.M.70.1041B
como adj. ταῦρος ... ἀ. AP 6.255.2 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, der die Heerde verachtet, abgesondert von derselben allein weidet, B. A. p. 459 ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος; so Theocr. 25, 132; Eryc. 3 (VI, 255); Soph. frg. 850.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.
Étymologie: ἄτιμος, ἀγέλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμᾰγέλης: ου adj. m бегущий от своего стада Soph., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ, (ἀγέλη) «ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος, οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀτιμαγέλης, ο (Α)
ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας.

Greek Monotonic

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ (ἀγέλη), αυτός που περιφρονεί το κοπάδι, δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται μόνος του, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀγέλη
despising the herd, i.e. straying, feeding alone, Theocr., Anth.