φιλολοίδορος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime à injurier, insulteur.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[λοιδορέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui aime à injurier]], [[insulteur]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[λοιδορέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, fond of reviling, abusive, D.18.126, Arist.HA608b10, Pr.875a35, Phgn.808a32, Dionys.Av.1.28. Adv. φιλολοιδόρως Poll.3.139, etc.
German (Pape)
[Seite 1282] schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à injurier, insulteur.
Étymologie: φίλος, λοιδορέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να λοιδορεί.
επίρρ...
φιλολοιδόρως Α
με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].
Greek Monotonic
φῐλολοίδορος: -ον, αυτός που αγαπά να διασύρει, υβριστικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλολοίδορος: ругательный, хулящий, злоречивый (γλῶσσα Anacr.; φύσις Dem.; γυνή Arst.).