ἐπηλυσίη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, .<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[sortilège]], [[maléfice]].<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ [[колдовство]], [[чары]] HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηλῠσίη''': ἡ, τὸ ἔρχεσθαι ἐπί τινα, [[ἐπίθεσις]], ἰδίως διὰ μαγγανείας, [[μαγεία]], [[γοητεία]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 228, εἰς Ἑρμῆν 37.- Ἐπικ. [[λέξις]].- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος».
|lstext='''ἐπηλῠσίη''': ἡ, τὸ ἔρχεσθαι ἐπί τινα, [[ἐπίθεσις]], ἰδίως διὰ μαγγανείας, [[μαγεία]], [[γοητεία]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 228, εἰς Ἑρμῆν 37.- Ἐπικ. [[λέξις]].- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sortilège, maléfice.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ ([[ἐπήλυθον]]), [[κατακυρίευση]], [[κατάληψη]] από μάγια ή ξόρκια, [[μαγεία]], [[γοητεία]], [[σαγήνη]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ ([[ἐπήλυθον]]), [[κατακυρίευση]], [[κατάληψη]] από μάγια ή ξόρκια, [[μαγεία]], [[γοητεία]], [[σαγήνη]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ [[колдовство]], [[чары]] HH.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπηλῠσίη, ἡ, [[ἐπήλυθον]]<br />a [[coming]] [[over]] one by spells, a [[bewitching]], Hhymn.
|mdlsjtxt=ἐπηλῠσίη, ἡ, [[ἐπήλυθον]]<br />a [[coming]] [[over]] one by spells, a [[bewitching]], Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sortilège, maléfice.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηλῠσίη:колдовство, чары HH.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηλῠσίη: ἡ, τὸ ἔρχεσθαι ἐπί τινα, ἐπίθεσις, ἰδίως διὰ μαγγανείας, μαγεία, γοητεία, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 228, εἰς Ἑρμῆν 37.- Ἐπικ. λέξις.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος».

Greek Monotonic

ἐπηλῠσίη: ἡ (ἐπήλυθον), κατακυρίευση, κατάληψη από μάγια ή ξόρκια, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἐπηλῠσίη, ἡ, ἐπήλυθον
a coming over one by spells, a bewitching, Hhymn.