νομιστός: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />pensé, réputé, supposé.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[pensé]], [[réputé]], [[supposé]].<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J. II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.
Greek Monolingual
νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).