εὐάντυξ: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(14)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evantyks
|Transliteration C=evantyks
|Beta Code=eu)a/ntuc
|Beta Code=eu)a/ntuc
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful rail</b>, Suid., Phot. (but cf. [[εὐάξων]]).</span>
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot, [[with beautiful rail]], Suid., Phot. (but cf. [[εὐάξων]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] υγος, mit einer schönen [[ἄντυξ]], nach Suid. = [[εὐάξων]]. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] υγος, mit einer schönen [[ἄντυξ]], nach Suid. = [[εὐάξων]]. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />[[à la belle voûte]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄντυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />à la belle voûte.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄντυξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>].
|mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,<br />[[finely]] [[vaulted]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάντυξ Medium diacritics: εὐάντυξ Low diacritics: ευάντυξ Capitals: ΕΥΑΝΤΥΞ
Transliteration A: euántyx Transliteration B: euantyx Transliteration C: evantyks Beta Code: eu)a/ntuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot, with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).

German (Pape)

[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.

Greek Monolingual

εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].

Greek Monotonic

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,
finely vaulted, Anth.