περίρρους: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />[[baigné de tous côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περίρ-ρους, ουν, = [[περίρρυτος]], Hdt.] | |mdlsjtxt=περίρ-ρους, ουν, = [[περίρρυτος]], Hdt.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen aus [[περίρροος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 9 January 2023
English (LSJ)
-ουν, contr. for περίρροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.
Middle Liddell
περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]
German (Pape)
zusammengezogen aus περίρροος.