πολυπότης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />grand buveur.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[grand buveur]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πίνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπότης Medium diacritics: πολυπότης Low diacritics: πολυπότης Capitals: ΠΟΛΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: polypótēs Transliteration B: polypotēs Transliteration C: polypotis Beta Code: polupo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πίνω) hard drinker, Hp.Aër.4, Ath.10.442f, Cass.Pr.48; poet. πουλ- AP9.524.17:—fem. πολῠ-πότῐς, ῐδος, Ael.VH2.41.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
grand buveur.
Étymologie: πολύς, πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.

Russian (Dvoretsky)

πολυπότης: ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 149· ποιητ. πουλ-, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17· ― θηλ. πολῠπότῐς, ῐδος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινοπότης.

Greek Monotonic

πολῠπότης: Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, σκληρός πότης, δεινός στην οινοποσία, σε Ανθ.

Middle Liddell

a hard drinker, Anth.