ἀμφιτρής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfitris
|Transliteration C=amfitris
|Beta Code=a)mfitrh/s
|Beta Code=a)mfitrh/s
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, (τετραίνω) = sq.; <b class="b3">ἀμφιτρής</b> (sc. <b class="b3">πέτρα</b>) rock <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pierced through</b>, cave <b class="b2">with double entrance</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>707</span>: also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>19</span>.</span>
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, (> [[τετραίνω]]) = [[ἀμφίτρητος]]; [[ἀμφιτρής]] (''[[sc.]]'' πέτρα) [[rock]] [[pierce]]d [[through]], [[cave]] with [[double]] [[entrance]], E. ''Cyc.'' 707 ; also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S. ''Ph.'' 19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆτος<br />adj. [[horadado de un lado a otro]] (πέτρα) [[ἀμφιτρής]] E.<i>Cyc</i>.707, [[αὔλιον]] ἀ. cueva con entrada y salida</i> S.<i>Ph</i>.19<br /><b class="num"></b>fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad)</i>, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.9.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ [[ἀμφιτρής]], sc. [[πέτρα]], ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ [[ἀμφιτρής]], ''[[sc.]]'' [[πέτρα]], ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />[[percé des deux côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], τιτραίνω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; ''[[sc.]]'' [[πέτρα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ῆτος (, ἡ)<br />percé des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], τιτραίνω.
|mltxt=[[ἀμφιτρής]] (-ῆτος), ο, η, το (Α) [[τετραίνω]]<br /><b>1.</b> ο τρυπημένος από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[διάτρητος]]<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]])<br />[[διάτρητος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]] με δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>τρη</i>-, [[τέτρημαι]] του ρ. [[τετραίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ῆτος<br />adj. [[horadado de un lado a otro]] (πέτρα) [[ἀμφιτρής]] E.<i>Cyc</i>.707, [[αὔλιον]] ἀ. cueva con entrada y salida</i> S.<i>Ph</i>.19<br /><b class="num">•</b>fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad)</i>, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.9.20.
|lsmtext='''ἀμφιτρής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[τετραίνω]]), τρυπημένος, [[διάτρητος]] από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]]), δηλ. [[σπηλιά]] με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]], σε Σοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀμφιτρής]] (-ῆτος), ο, η, το (Α) [[τετραίνω]]<br /><b>1.</b> ο τρυπημένος από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[διάτρητος]]<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>ἡ [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]])<br />[[διάτρητος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]] με δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>τρη</i>-, [[τέτρημαι]] του ρ. [[τετραίνω]].
|mdlsjtxt=[*τράω]<br />pierced from end to end, [[ἀμφιτρής]] [sc. [[πέτρα]], i. e. a [[cave]] with [[double]] [[entrance]], Eur.; with a neut. [[noun]], ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]] Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρής Medium diacritics: ἀμφιτρής Low diacritics: αμφιτρής Capitals: ΑΜΦΙΤΡΗΣ
Transliteration A: amphitrḗs Transliteration B: amphitrēs Transliteration C: amfitris Beta Code: a)mfitrh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (> τετραίνω) = ἀμφίτρητος; ἀμφιτρής (sc. πέτρα) rock pierced through, cave with double entrance, E. Cyc. 707 ; also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S. Ph. 19.

Spanish (DGE)

-ῆτος
adj. horadado de un lado a otro (πέτρα) ἀμφιτρής E.Cyc.707, αὔλιον ἀ. cueva con entrada y salida S.Ph.19
fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad), Nonn.Par.Eu.Io.9.20.

German (Pape)

[Seite 145] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρής: ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной (αὔλιον Soph.; sc. πέτρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - ἀμφιτρής, [ἐνν. πέτρα], βράχος διάτρητος, σπήλαιον ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· ὡσαύτως οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.

Greek Monolingual

ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) τετραίνω
1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)
διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι του ρ. τετραίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρής: -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.

Middle Liddell

[*τράω]
pierced from end to end, ἀμφιτρής [sc. πέτρα, i. e. a cave with double entrance, Eur.; with a neut. noun, ἀμφιτρὴς αὔλιον Soph.