ἀπαναλίσκω: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀπαναλώσω, <i>ao.</i> ἀπανήλωσα, <i>pf.</i> ἀπανήλωκα;<br />dépenser en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀναλίσκω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀπαναλώσω, <i>ao.</i> ἀπανήλωσα, <i>pf.</i> ἀπανήλωκα;<br />[[dépenser en pure perte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀναλίσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:15, 9 January 2023
English (LSJ)
fut. -ανᾱλώσω, Alciphr.3.47: pf. A ἀπανάλωκα Th.7.11: aor. 1 Pass. -ηλώθην ib.30: plpf. ἀπανηλώμην D.S.12.40: pf. -ηλωμένος J.AJ12.9.5:—use quite up, utterly consume, Il.cc.:—part. Pass. ἀπαναλούμενος in Ti.Locr.101d. II spend from a given sum, IG1.32.26.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. act. opt. ἀπαναλώσειεν Plot.3.2.2, med. part. ἀπαναλούμενος Ti.Locr.101d; perf. act. part. ἀπανηλωκυίας Th.7.11, med. part. ἀπανηλωμένου I.AI 12.378]
I 1utilizar, emplear ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ Th.l.c.
2 gastar ἀργύριον Alciphr.3.11.4, en v. med. τι IG 12.91.26 (V a.C.)
•en v. pas. τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα lo que se tiene y lo que se gasta Th.7.14, μύρια (τάλαντα) ... ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη Th.2.13, ἀπανηλωμένου καρποῦ I.l.c.
•fig. en v. med. καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίος día a día se va gastando la vida M.Ant.3.1.
II destruir τὸ κράτιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος D.C.11.4, ἀπαναλώσειεν ἄλλο ἄλλο Plot.3.2.2
•en v. pas. ser aniquilado, perecer τῶν ... Μυκαλησσίων μέρος τι ἀπανηλώθη Th.7.30.
German (Pape)
[Seite 278] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώθη 2, 13; ἀπαναλώθη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα;
dépenser en pure perte.
Étymologie: ἀπό, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανᾱλίσκω:
1 расходовать, тратить (τι Thuc.): ἀπαναλῶναι ἔς τι Thuc. и πρός τι Diod. быть израсходованным на что-л.;
2 терять: τὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. потери, урон; τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου μέρος Plut. вот какая часть населения погибла.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: καταναλίσκω τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ τύπος ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.
Greek Monolingual
ἀπαναλίσκω (Α)
καταναλώνω τελείως κάτι.
Greek Monotonic
ἀπανᾱλίσκω: μέλ. -αναλώσω· παρακ. ἀπανάλωκα — Παθ., αόρ. αʹ -αναλώθην· καταδαπανώ, καταναλώνω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.