ἁμαξίτης: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de chariot.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de chariot]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:20, 9 January 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).
German (Pape)
[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.
Greek Monolingual
ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].
Greek Monotonic
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἅμαξα
of or for a wagon, Anth.