ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en long, tout du long.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτείνω]].
|btext=<i>adv.</i><br />[[en long]], [[tout du long]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτείνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδην Medium diacritics: ἐκτάδην Low diacritics: εκτάδην Capitals: ΕΚΤΑΔΗΝ
Transliteration A: ektádēn Transliteration B: ektadēn Transliteration C: ektadin Beta Code: e)kta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἐκτείνω) outstretched, ἐ. κεῖσθαι lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 todo a lo largo, cuan largo es πίτνει E.Tr.463, de cadáveres τώδ' ἐ. ... κεῖσθον E.Ph.1698, cf. Luc.DMort.12.5, 17.2.
2 en tensión προβάλλει τε ἐκτάδην τὼ χεῖρε extiende ambas manos en tensión Hld.10.31.3, βοείοις δέρμασιν ἐ. ξυντεθειμέναι Men.Prot.40.2.
3 ret., subst. τὰ ἐ. extensión excesiva, prolijidad Longin.42.

German (Pape)

[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδην: ἐκτείνω adv. в вытянутом положении, вытянувшись (κεῖσθαι Eur., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν
ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)
κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.
«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῖος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκτείνω
outstretched, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἁπλωτά). Άπό τό ἐκτείνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω.