ἀπερυθριάω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />[[ne plus rougir]], [[être impudent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:20, 9 January 2023
English (LSJ)
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10. 2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.
Spanish (DGE)
1 de pers. no ruborizarse, perder la vergüenza κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas Ar.Nu.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.Fr.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.Iud.Voc.8, Lib.Decl.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.Or.9.196d
•tard. c. inf. no avergonzarse de πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.Haer.7.11.
2 de partes del cuerpo dejar de estar enrojecido, desenrojecer δέομαι Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερυθριάω:
1 терять красноту: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;
2 терять способность краснеть, становиться бесстыдным Arph., Men., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monotonic
ἀπερυθριάω: μέλ. -άσω [ᾱσω], παραμερίζω την ντροπή, τη βάζω στην άκρη, δεν κοκκινίζω από ντροπή, σε Αριστοφ.