λαρνάκιον: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαρνάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λάρναξ]], Σύμμαχ. Π. Δ. (Σαμ. α΄, ϛ΄, 8), Συλλ. Ἐπιγραφ. 5200b· [[ὡσαύτως]] λαρνακίδιον, Ἐκκλ. | |lstext='''λαρνάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λάρναξ]], Σύμμαχ. Π. Δ. (Σαμ. α΄, ϛ΄, 8), Συλλ. Ἐπιγραφ. 5200b· [[ὡσαύτως]] [[λαρνακίδιον]], Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=τό, dim. zu [[λάρναξ]], Sp. | |ptext=τό, dim. zu [[λάρναξ]], Sp. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:26, 9 February 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of λάρναξ, small casket, Sm.1 Ki.6.8, Sammelb.5939.3 (Cyrenaica).
Greek (Liddell-Scott)
λαρνάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάρναξ, Σύμμαχ. Π. Δ. (Σαμ. α΄, ϛ΄, 8), Συλλ. Ἐπιγραφ. 5200b· ὡσαύτως λαρνακίδιον, Ἐκκλ.
German (Pape)
τό, dim. zu λάρναξ, Sp.