εὐχρήστως: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐχρήστως:'''<br /><b class="num">1</b> [[с удобством]], [[с пользой]]: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[кстати]], [[метко]] (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).
|elrutext='''εὐχρήστως:'''<br /><b class="num">1</b> [[с удобством]], [[с пользой]]: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[кстати]], [[метко]] (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).
}}
{{trml
|trtx====[[usefully]]===
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]]
}}
}}

Revision as of 09:04, 12 March 2023

French (Bailly abrégé)

adv.
commodément, utilement;
Cp. εὐχρηστότερον.
Étymologie: εὔχρηστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστως:
1 с удобством, с пользой: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;
2 кстати, метко (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).

Translations

usefully

Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente