εὐδιανός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιανός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εύδιος]] («ψυχρᾱν εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾱν» — ζεστό [[φάρμακο]] για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό [[ρούχο]], <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[ροδανός]], [[τραγανός]])].
|mltxt=[[εὐδιανός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εύδιος]] («ψυχρᾱν εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν» — ζεστό [[φάρμακο]] για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό [[ρούχο]], <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[ροδανός]], [[τραγανός]])].
}}
}}

Revision as of 11:23, 14 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιᾱνός Medium diacritics: εὐδιανός Low diacritics: ευδιανός Capitals: ΕΥΔΙΑΝΟΣ
Transliteration A: eudianós Transliteration B: eudianos Transliteration C: evdianos Beta Code: eu)diano/s

English (LSJ)

ή, όν, = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν = a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιᾱνός: (= εὔδιος) греющий, теплый: ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. теплое средство против холодной погоды, т. е. теплый плащ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.

English (Slater)

εὐδῐᾱνός warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)

Greek Monolingual

εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδανός, τραγανός)].