ἀρχειοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)φύλαξ" to "Full diacritics=$1φῠ́λᾰξ") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἀρχειοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=ἀρχειοφύλαξ | |Medium diacritics=ἀρχειοφύλαξ | ||
|Low diacritics=αρχειοφύλαξ | |Low diacritics=αρχειοφύλαξ | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archeiofylaks | |Transliteration C=archeiofylaks | ||
|Beta Code=a)rxeiofu/lac | |Beta Code=a)rxeiofu/lac | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ακος, ὁ, [[keeper of archives]], = Lat. [[censualis]], Lyd. Mag.2.30 ([[ἀρχαιοφύλαξ]] codd.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] ἀρχειοφύλακος)<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:16, 16 April 2023
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.