φαιδρότης: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) [[Reinheit]], [[Klarheit]], [[Glanz]]. – 2) übertr., [[Heiterkeit]], [[Fröhlichkeit]], Isocr. 15, 133. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />doux | |btext=ητος (ἡ) :<br />[[doux éclat]] ; [[joie]], [[gaîté]].<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:12, 21 April 2023
English (LSJ)
ητος, ἡ, A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221. 2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.
German (Pape)
[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
Greek Monotonic
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.
Greek Monolingual
η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).
Middle Liddell
φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.