μονοβάμων: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "n’a" to "n'a") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονοβάμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[μόνος]]<br /><b>2.</b> (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο [[πόδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μονοβάμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[μόνος]]<br /><b>2.</b> (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο [[πόδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αιθεροβάμων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:46, 8 May 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, A walking alone, E.Hyps.Fr.3(1).38 (lyr.). 2 μέτρον μ. metre of but one foot, Simm. 26.9.
German (Pape)
[Seite 202] ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
t. de prosod. qui n'a qu'un pied.
Étymologie: μόνος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μονοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) содержащий только одну (стихотворную) стопу, одностопный (μέτρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μονοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ βαδίζων μόνος, μέτρον μ., ἑνὸς μόνου ποδός, Ἀνθ. Π. 15. 27.
Greek Monolingual
μονοβάμων, -ον (Α)
1. αυτός που βαδίζει μόνος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].
Greek Monotonic
μονοβάμων: [ᾱ], -ον (βῆμα), γεν. -ονος, αυτός που περπατάει μόνος· μέτρον μονοβάμον, μήκος ίσο με ενός μόνο ποδιού, σε Ανθ.
Middle Liddell
μονο-βά¯μων, ον, βῆμα
walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.