μονόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[πολύγλωσσος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 202] att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, (γλῶσσα) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).

Greek Monolingual

μονόγλωσσος και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)
αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- - -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύγλωσσος].