χρυσόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), [[πρβλ]]. <i>ἀργυρό</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), [[πρβλ]]. [[ἀργυρόρρυτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:52, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόρρῠτος Medium diacritics: χρυσόρρυτος Low diacritics: χρυσόρρυτος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: chrysórrytos Transliteration B: chrysorrytos Transliteration C: chrysorrytos Beta Code: xruso/rrutos

English (LSJ)

ον, gold-streaming, A.Pr.805; νάματα Supp.Epigr.4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. χρυσόρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui roule de l'or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόρρυτος: -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. χρυσόρυτος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσόρυτος και χρυσεόρ(ρ)υτος Α
αυτός που παρασύρει με το ρεύμα του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -ρρυτος (< ῥυτός «ρευστός»), πρβλ. ἀργυρόρρυτος].

Greek Monotonic

χρῡσόρρῠτος: -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, -ον, γοναὶ χρυσόρρυτοι, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ.

Middle Liddell

χρῡσόρ-ρῠτος, ον,
gold-streaming, Aesch.:—poet. χρῡσόρῠτος, ον, γοναὶ χρ., of Perseus the son of Danae, Soph.

English (Woodhouse)

flowing with gold

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ῡ], von Gold fließend, Gold mit sich führend, νᾶμα Aesch. Prom. 807.