ευανάγνωστος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[δυσανάγνωστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσανάγνωστος].