οικτρός: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ [[οικτρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κινεί τον οίκτο, [[αξιολύπητος]] («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα και καταστάσεις) [[αξιοθρήνητος]] («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με περιφρονητική [[σημασία]]) [[ελεεινός]], [[άθλιος]] (α. «οικτρή [[μετάφραση]]» β. «οἰκτρὰ [[τραγῳδία]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη [[συμπάθεια]] («οἰκτρᾱς [[γόον]] ὄρνιθος», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οικτρώς]] και -<i>ά</i> (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)<br />με οικτρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αισχ</i>-<i>ρός</i>, <i>κυδ</i>-<i>ρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ [[οικτρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κινεί τον οίκτο, [[αξιολύπητος]] («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα και καταστάσεις) [[αξιοθρήνητος]] («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με περιφρονητική [[σημασία]]) [[ελεεινός]], [[άθλιος]] (α. «οικτρή [[μετάφραση]]» β. «οἰκτρὰ [[τραγῳδία]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη [[συμπάθεια]] («οἰκτρᾱς [[γόον]] ὄρνιθος», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οικτρώς]] και -<i>ά</i> (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)<br />με οικτρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αισχρός]], [[κυδρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ οικτρός, -ά, -όν)
1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ.)
3. (με περιφρονητική σημασία) ελεεινός, άθλιος (α. «οικτρή μετάφραση» β. «οἰκτρὰ τραγῳδία», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη συμπάθεια («οἰκτρᾱς γόον ὄρνιθος», Σοφ.).
επίρρ...
οικτρώς και -ά (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)
με οικτρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκτος + επίθημα -ρος (πρβλ. αισχρός, κυδρός)].