πτυάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισχ</i>-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ισχάς]], [[μαινάς]])].
}}
}}

Revision as of 08:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῠάς Medium diacritics: πτυάς Low diacritics: πτυάς Capitals: ΠΤΥΑΣ
Transliteration A: ptyás Transliteration B: ptyas Transliteration C: ptyas Beta Code: ptua/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (πτύω) spitter, a kind of asp, Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.Ven.16, interpol. in Porph.Abst.3.9.

German (Pape)

[Seite 811] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
litt. « la baveuse », sorte de vipère ou d'aspic, animal.
Étymologie: πτύω.

Greek (Liddell-Scott)

πτυάς: -άδος, ἡ, (πτύω) εἶδος σφόδρα δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν σῶμα ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον του στόχου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ισχάς, μαινάς)].