μυχόνδε: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τον [[μυχό]], [[προς]] τα ενδότατα, [[προς]] τα [[μέσα]] («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο [[μυχόνδε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυχόν</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i>, που δηλώνει την εις τόπον [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλαμόν</i>-<i>δε</i>, <i>οικόν</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=[[μυχόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τον [[μυχό]], [[προς]] τα ενδότατα, [[προς]] τα [[μέσα]] («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο [[μυχόνδε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυχόν</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i>, που δηλώνει την εις τόπον [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> [[θαλαμόνδε]], [[οικόνδε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόνδε Medium diacritics: μυχόνδε Low diacritics: μυχόνδε Capitals: ΜΥΧΟΝΔΕ
Transliteration A: mychónde Transliteration B: mychonde Transliteration C: mychonde Beta Code: muxo/nde

English (LSJ)

A Adv. to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.

German (Pape)

[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.

French (Bailly abrégé)

adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.

English (Autenrieth)

to the inmost part, Od. 22.270†.

Greek Monolingual

μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόνδε, οικόνδε)].

Greek Monotonic

μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυχός
adv. to the far corner, Od.