τήγανον: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και [[τάγηνον]], Α<br />το [[τηγάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Αρχικός τ. της λ. [[είναι]] ο τ. [[τάγηνον]], από τον οποίο προήλθε ο τ. [[τήγανον]] με [[αντιμετάθεση]] τών φωνηέντων -<i>α</i>- και -<i>η</i>- κατ' [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>ανον</i>, που δηλώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=τὸ, ΜΑ, και [[τάγηνον]], Α<br />το [[τηγάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Αρχικός τ. της λ. [[είναι]] ο τ. [[τάγηνον]], από τον οποίο προήλθε ο τ. [[τήγανον]] με [[αντιμετάθεση]] τών φωνηέντων -<i>α</i>- και -<i>η</i>- κατ' [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>ανον</i>, που δηλώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> [[όργανον]], [[πλόκανον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 08:25, 8 May 2023
English (LSJ)
τηγανόστροφον, v. τάγηνον, ταγηνοστρόφιον.
German (Pape)
[Seite 1105] τό, mit τήκω zusammenhangend, Tiegel, Pfanne zum Schmelzen; com. bei Ath. oft, vgl. Poll. 10, 98; sp. D., wie Bass. 3 (XI, 74), Ep. ad. 471 (Plan. 194). S. τάγηνον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
poêle à frire.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.
Russian (Dvoretsky)
τήγᾰνον: τό Arst., Anth. = τάγηνον.
Greek (Liddell-Scott)
τήγᾰνον: τηγανοστρόφιον, ἴδε τάγηνον, ταγηνοστροφία.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και τάγηνον, Α
το τηγάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Αρχικός τ. της λ. είναι ο τ. τάγηνον, από τον οποίο προήλθε ο τ. τήγανον με αντιμετάθεση τών φωνηέντων -α- και -η- κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -ανον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. όργανον, πλόκανον)].
Greek Monotonic
τήγᾰνον: βλ. τάγηνον.
Frisk Etymology German
τήγανον: {tḗganon}
See also: s. τάγηνον.
Page 2,890