μυρμηκίας: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκν</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κυκνίας]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκίας Medium diacritics: μυρμηκίας Low diacritics: μυρμηκίας Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΑΣ
Transliteration A: myrmēkías Transliteration B: myrmēkias Transliteration C: myrmikias Beta Code: murmhki/as

English (LSJ)

λίθος, , a precious stone A with wart-like lumps upon it, Plin.HN37.174. II μ. χρυσός glod dug by μύρμηκες ΙΙ, Hld.10.26.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, λίθος, Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς μυρμηκίας, das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse tachetée de noir.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκίας: λίθος, ὁ, πολύτιμός τις λίθος, ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ ἐξάνθημα), Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρμηκίας, ὁ (Α)
φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα
β) «μυρμηκίας χρυσός» — είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κυκνίας)].