ξανθόουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πυκνά]] και ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[οὖλος]] «[[σγουρός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>ουλος</i>)].
|mltxt=[[ξανθόουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πυκνά]] και ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[οὖλος]] «[[σγουρός]]» ([[πρβλ]]. [[καλλίουλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 275] blond gelockt, mit blondem, krausem Haare, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόουλος: -ον, ὁ ἔχων οὔλην καὶ ξανθὴν κόμην, Λιβάν. 4. 1071, κατὰ τὸν Ἰακώψιον ἀντὶ τοῦ κανθόουλος.

Greek Monolingual

ξανθόουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πυκνά και ξανθά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + οὖλος «σγουρός» (πρβλ. καλλίουλος)].