ονυχιαίος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, [[ελάχιστος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, [[ελάχιστος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μηριαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος
2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μηριαίος)].