οφειλέτης: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] ( | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[επέτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)
1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό
νεοελλ.
(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επέτης)].