ομοβώμιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοβώμιος]] και, [[κατά]] δ. γρφ<br />[[ὁμόβωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον [[άλλο]] («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βώμιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[βώμιος]]). Ο τ. [[ὁμόβωμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βωμός]] ([[πρβλ]]. [[πολύβωμος]])].
|mltxt=[[ὁμοβώμιος]] και, [[κατά]] δ. γρφ<br />[[ὁμόβωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον [[άλλο]] («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βώμιος]] ([[πρβλ]]. [[επιβώμιος]]). Ο τ. [[ὁμόβωμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βωμός]] ([[πρβλ]]. [[πολύβωμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επιβώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύβωμος)].