πυκνόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυκινόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ Α<br />αυτός που έχει πυκνό, δασύ [[τρίχωμα]], [[δασύτριχος]], [[πυκνότριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] / [[πυκινός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγλαό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=και [[πυκινόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ Α<br />αυτός που έχει πυκνό, δασύ [[τρίχωμα]], [[δασύτριχος]], [[πυκνότριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] / [[πυκινός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[ἀγλαόθριξ]])].
}}
}}

Revision as of 15:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόθριξ Medium diacritics: πυκνόθριξ Low diacritics: πυκνόθριξ Capitals: ΠΥΚΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: pyknóthrix Transliteration B: pyknothrix Transliteration C: pyknothriks Beta Code: pukno/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, thick-haired, Nonn.D.36.302 (leg. πυκιν-).

German (Pape)

[Seite 815] τριχος, mit dichtem Haare, Nonn. 36, 302.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνὰς τρίχας, κοινῶς «πυκνότριχος», ὁ, Νόνν. Δ. 36. 302· ἀναγνωστέον: πυκιν-.

Greek Monolingual

και πυκινόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ Α
αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαόθριξ)].