προγαστρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται [[πριν]] από την [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προγαστρίδιον</i><br />πρόσθετη, ψεύτικη [[κοιλιά]] την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη [[σκηνή]] προγάστορες, κοιλαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> «[[κοιλιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>προμετωπ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται [[πριν]] από την [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προγαστρίδιον</i><br />πρόσθετη, ψεύτικη [[κοιλιά]] την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη [[σκηνή]] προγάστορες, κοιλαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> «[[κοιλιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[προμετωπίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 15:05, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγαστρίδιος Medium diacritics: προγαστρίδιος Low diacritics: προγαστρίδιος Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: progastrídios Transliteration B: progastridios Transliteration C: progastridios Beta Code: progastri/dios

English (LSJ)

ον, A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12. II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.

German (Pape)

[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον
πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπίδιος)].