τοπίτης: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=topitis | |Transliteration C=topitis | ||
|Beta Code=topi/ths | |Beta Code=topi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, of or [[belong]]ing to a [[place]], St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Αγρός]], al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοπίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ [[αὐτοῦ]] προερχόμενος, Στέφ. Βυζ. | |lstext='''τοπίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ [[αὐτοῦ]] προερχόμενος, Στέφ. Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>vom Orte, zum Orte [[gehörig]], EM</i>. St.B. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.
Greek (Liddell-Scott)
τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, EM. St.B.