νουνεχόντως: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> ( | |mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> ([[πρβλ]]. [[προεχόντως]], [[υπερεχόντως]])]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseAdverbsReversed | {{WoodhouseAdverbsReversed | ||
|woodadr=[[sensibly]] | |woodadr=[[sensibly]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 8 May 2023
English (LSJ)
Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.
German (Pape)
(wie von νουνέχω gebildet, Plat. sagt νοῦν ἐχόντως; vgl. Lobeck zu Phryn. 599, 604), verständiger Weise, Gegensatz von ἀφρόνως, Isocr. 5.7.
Russian (Dvoretsky)
νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.
Greek (Liddell-Scott)
νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.
Greek Monolingual
νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προεχόντως, υπερεχόντως)].