μελισσοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσοπόνος]], -ον (Α)<br />[[μελισσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[μόχθος]], [[κόπος]]» ([[πρβλ]]. <i>ματαιο</i>-[[πόνος]])].
|mltxt=[[μελισσοπόνος]], -ον (Α)<br />[[μελισσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[μόχθος]], [[κόπος]]» ([[πρβλ]]. [[ματαιοπόνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοπόνος Medium diacritics: μελισσοπόνος Low diacritics: μελισσοπόνος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: melissopónos Transliteration B: melissoponos Transliteration C: melissoponos Beta Code: melissopo/nos

English (LSJ)

ον, = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).

Russian (Dvoretsky)

μελισσοπόνος: ὁ Anth. = μελισσοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.

Greek Monolingual

μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιοπόνος)].

Greek Monotonic

μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελισσο-πόνος, ον = μελιττουργός, Anth.]