Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρηματοδότης: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] [[που]] παρέχει τα αναγκαία για τη [[λειτουργία]] μιας επιχείρησης ή για τη [[διεξαγωγή]] μιας δραστηριότητας χρηματικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], <i>χρήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] ([[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] [[που]] παρέχει τα αναγκαία για τη [[λειτουργία]] μιας επιχείρησης ή για τη [[διεξαγωγή]] μιας δραστηριότητας χρηματικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], <i>χρήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] ([[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμοδότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].