ὀπτεύω: Difference between revisions
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπτεύω]] (Α)<br />[[βλέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀπτεύω]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα ρ. σε -[[οπτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>οπτος</i> ή -<i>οπτης</i>), | |mltxt=[[ὀπτεύω]] (Α)<br />[[βλέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀπτεύω]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα ρ. σε -[[οπτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>οπτος</i> ή -<i>οπτης</i>), [[πρβλ]]. [[διοπτεύω]], [[κατοπτεύω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:39, 9 May 2023
English (LSJ)
= ὁράω, see, Ar.Av.1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι.
German (Pape)
[Seite 363] = ὁράω, sehen, Ar. Av. 1061.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὀπτεύω: видеть, обозревать (πᾶσαν γᾶν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτεύω: ὁράω, βλέπω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1061.
Greek Monolingual
ὀπτεύω (Α)
βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. διοπτεύω, κατοπτεύω].
Greek Monotonic
ὀπτεύω: = ὁράω, βλέπω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
= ὁράω
to see, Ar.