υπερμήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. [[ὑπερμάκης]], ὑπέρμακες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό [[μήκος]], ο εξαιρετικά [[μακρός]]<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) [[πάρα]] πολύ [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>μήκης</i>, <i>προ</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. [[ὑπερμάκης]], ὑπέρμακες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό [[μήκος]], ο εξαιρετικά [[μακρός]]<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) [[πάρα]] πολύ [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. [[ἐπιμήκης]], [[προμήκης]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek Monolingual

ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α
1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός
2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός
3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης, προμήκης].