νεοσύστατος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεοσύστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νόσημα]]) αυτός που εμφανίστηκε [[πριν]] από λίγο, [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («[[νεοσύστατος]] [[κατάρρους]]», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο προσχώρησε σε κάποια [[αίρεση]], αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>σύστατος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεοσύστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νόσημα]]) αυτός που εμφανίστηκε [[πριν]] από λίγο, [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («[[νεοσύστατος]] [[κατάρρους]]», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο προσχώρησε σε κάποια [[αίρεση]], αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), [[πρβλ]]. [[μονσύστατος]]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύστᾰτος Medium diacritics: νεοσύστατος Low diacritics: νεοσύστατος Capitals: ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: neosýstatos Transliteration B: neosystatos Transliteration C: neosystatos Beta Code: neosu/statos

English (LSJ)

ον, A recently formed, i.e. recent, of disease, Critoap.Gal.12.830; sudden, κατάρρους Herod.Med. ap. Orib.10.17.2. II having newly joined a sect, proselyte, J.BJ2.8.9.

German (Pape)

[Seite 245] eben erst zusammengestellt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύστᾰτος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ συσταθείς, Γαλην.· - ὁ πρὸ μικροῦ προσχωρήσας εἴς τινα αἵρεσιν, νέος προσήλυτος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεοσύστατος, -ον)
αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα
αρχ.
1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικόςνεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μονσύστατος].