οἰνοβρεχής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοβρεχής]] και οἰνοβραχής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> μεθυσμένος<br /><b>2.</b> διαποτισμένος με [[κρασί]] («[[σεμίδαλις]] οἰνοβραχής», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βρέχομαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-<i>βρεχής</i>].
|mltxt=[[οἰνοβρεχής]] και οἰνοβραχής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> μεθυσμένος<br /><b>2.</b> διαποτισμένος με [[κρασί]] («[[σεμίδαλις]] οἰνοβραχής», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βρέχομαι</i>), [[πρβλ]]. [[διαβρεχής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:41, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβρεχής Medium diacritics: οἰνοβρεχής Low diacritics: οινοβρεχής Capitals: ΟΙΝΟΒΡΕΧΗΣ
Transliteration A: oinobrechḗs Transliteration B: oinobrechēs Transliteration C: oinovrechis Beta Code: oi)nobrexh/s

English (LSJ)

ές, wine-soaked, drunken, AP7.428.18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.

German (Pape)

ές, weinbenetzt, trunken, Mel. 123 (VII.428.18).

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβρεχής: напоенный вином, т. е. пьяный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.

Greek Monolingual

οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)
1. μεθυσμένος
2. διαποτισμένος με κρασίσεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. διαβρεχής].

Greek Monotonic

οἰνοβρεχής: -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰνο-βρεχής, ές βρέχω
wine-soaked, drunken, Anth.