σκαφιόκουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο [[σχήμα]] που ονομάζεται [[σκάφιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάφιον]] «[[σκυθικός]] [[τρόπος]] κουρέματος τών μαλλιών» <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>κουρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο [[σχήμα]] που ονομάζεται [[σκάφιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάφιον]] «[[σκυθικός]] [[τρόπος]] κουρέματος τών μαλλιών» <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), [[πρβλ]]. [[νεόκουρος]]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφιόκουρος Medium diacritics: σκαφιόκουρος Low diacritics: σκαφιόκουρος Capitals: ΣΚΑΦΙΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skaphiókouros Transliteration B: skaphiokouros Transliteration C: skafiokouros Beta Code: skafio/kouros

English (LSJ)

ον, one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) 11.1, Com.Adesp.34 D.

German (Pape)

[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + -κουρος (< κουρά), πρβλ. νεόκουρος].